- εὔλογ'
- εὔλογα , εὔλογοςreasonableneut nom/voc/acc plεὔλογε , εὔλογοςreasonablemasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταυροφανός — όν, Μ (το ουδ. στον υπερθ. ως επίρρ.) σταυροφανώτατον φανερώνοντας, προαναγγέλοντας ολοφάνερα τον σταυρό («Δαβίδ... περιεκτικώτατον και σταυροφανώτατον, συγκαλεῑται τὸ κήρυγμα», Ευλόγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + φαίνω] … Dictionary of Greek
σωματέμψυχος — ον, Μ αυτός που έχει και σώμα και ψυχή («ὁ λόγος ἑαυτῷ ἥνωσε τὴν ἡμετέραν σωματέμψυχον φύσιν οὐκ ἄψυχον», Ευλόγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ἔμψυχος] … Dictionary of Greek